- πηγάδα
- η, Νπλατύ, μεγάλο πηγάδι, από το οποίο η άντληση τού νερού γίνεται με μηχάνημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κανάτ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηγάδα — η μεγάλο πηγάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηγάδα — πηγάς hoar frost fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek … Wikipedia
Meligalas — Μελιγαλάς Location … Wikipedia
Δούκα, Μάρω — Χανιά 1947 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1974 κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Η Πηγάδα, Κάτι άνθρωποι, Που ‘ναι τα φτερά. Θεωρείται από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του σύγχρονου… … Dictionary of Greek